Η ζωή και το έργο του αρχιμουσικού, δασκάλου και συνθέτη Οδυσσέα Δημητριάδη είναι γνωστά στη χώρα μας αποσπασματικά. Την ίδια στιγμή, στα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης θεωρείται ένας από τους τελευταίους αρχιμουσικούς της λαμπρής περιόδου γνωστής παγκοσμίως ως η «σοβιετική εποχή των Τεχνών» και όταν ήταν εν ζωή αποκαλούνταν συμβολικά «πατριάρχης» της μουσικής. Για να αντιληφθεί κανείς τι σημαίνει αυτό αρκεί να θυμηθεί την κυρίαρχη θέση που κατείχε παγκοσμίως η Σοβιετική Ένωση στους τομείς των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Ο Οδυσσέας Δημητριάδης γεννήθηκε στο Μπατούμι το 1908 από Πόντιους γονείς και πέθανε στην Τιφλίδα το 2005. Σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο του Λένινγκραντ (1933-36). Διετέλεσε μαέστρος του Θεάτρου Όπερας και Μπαλέτου της Γεωργίας από το 1937 και την περίοδο 1952-65 ανέλαβε τη θέση του πρώτου αρχιμουσικού του Θεάτρου. Στο διάστημα 1947-52 ήταν αρχιμουσικός της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Γεωργίας. Το 1965 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα και εργάστηκε ως αρχιμουσικός στο Θέατρο Μπολσόι (1965-73) και παράλληλα ως καθηγητής της τάξης της διεύθυνσης ορχήστρας στο Ωδείο Τσαϊκόφσκι.
Το εύρος του ρεπερτορίου και ο όγκος της εργασίας χαρακτηρίζουν, μεταξύ άλλων, τον Δημητριάδη ως διευθυντή ορχήστρας. Έχει διευθύνει περισσότερες από 60 όπερες και μπαλέτα, καθώς και συμφωνικά έργα τουλάχιστον 70 συνθετών, και έχει πραγματοποιήσει πολλές πρώτες εκτελέσεις. Οι καταμετρημένες συναυλίες του σε όλο τον κόσμο είναι περισσότερες από 6.000. Πραγματοποίησε πολλές περιοδείες σε Ευρώπη και σε Αμερική, διευθύνοντας κορυφαίες ορχήστρες του κόσμου: η Ορχήστρα της Όπερας της Βιέννης, οι ορχήστρες του Βερολίνου, της Πράγας, της Βουδαπέστης, του Μπουένος Άϊρες, όλες οι ορχήστρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σολίστ όπως ο Ρίχτερ, ο Οϊστράχ, ο Ροστροπόβιτς, ο Ομπόριν, ο Γκίλελς, ο Ιγκούμνοφ, ο Νόιχαουζ, ο Βιρσαλάτζε, ο Κλάιμπερν, ο Κουσεβίτσκι κ.ά.
Ιστορικές θεωρούνται οι παραστάσεις της όπερας του Μουσόργκσκι Μπορίς Γκοντουνόφ στο Θέατρο Κολόν του Μπουένος Άϊρες, με πρωταγωνιστές τους Νεστερένκο, Αρχίποβα και Πιαβκό, υπό τη διεύθυνση του Δημητριάδη (1975), ενώ το 1969, ύστερα από συναυλίες της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΣΣΔ στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης με σολίστ τον Ροστροπόβιτς, η εφημερίδα New York Post αναφέρει μεταξύ άλλων: «Ο Οδυσσέας Δημητριάδης εντυπωσίασε ως μαέστρος διότι κατάφερε να προσδώσει νέους χρωματισμούς στους ήχους της ορχήστρας» (άρθρο της Χάριετ Τζόνσον).
Η γνωριμία με τον Δημήτρη Μητρόπουλο
«Το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του» χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Δημητριάδης τη γνωριμία του με τον Δημήτρη Μητρόπουλο στο Λένινγκραντ το 1934. Ο κορυφαίος μαέστρος έδωσε τρεις συναυλίες στην πόλη όπου σπούδαζε ο Δημητριάδης και ο τελευταίος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει όλες τις πρόβες, να συνοδεύσει τον Μητρόπουλο σε όλες τις συναντήσεις του και να συζητά καθημερινά μαζί του για τη μουσική και για την τέχνη γενικότερα. Όταν δε ο Δημητριάδης τού ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά το τέλος των σπουδών του, ο Μητρόπουλος τον απέτρεψε λέγοντάς του: «Δεν θα βρεις δουλειά, αλλά και αν βρεις θα πληρώνεσαι πολύ άσχημα. Είμαι αρχιμουσικός σε ορχήστρα στην Αθήνα αλλά τα χρήματα δεν μου φτάνουν ούτε για το ενοίκιο του σπιτιού όπου μένω με τη μητέρα μου. Σε συμβουλεύω να μείνεις εδώ. Είναι μεγάλη ευτυχία να εργάζεσαι σε αυτή τη χώρα». Φυσικά δεν μπορούσε να γνωρίζει ο Μητρόπουλος το τι έμελλε να συμβεί με τους σταλινικούς διωγμούς που από το 1937 και μετά πήραν μαζικές διαστάσεις, ιδιαίτερα εις βάρος των εθνικών μειονοτήτων.
Η συνάντηση με τον Μητρόπουλο υπήρξε καταλυτική για τον Δημητριάδη, ο οποίος αποφάσισε να παραμείνει και να εργαστεί στη Σοβιετική Ενωση. Η μουσική ιδιοφυΐα του Μητρόπουλου και η «ελληνική» ιδιοσυγκρασία του (όπως τουλάχιστον φάνηκε στα μάτια του νεαρού φοιτητή, για τον οποίο η ιστορική πατρίδα ήταν το πολυτιμότερο αγαθό, φυλαγμένο στα βάθη της ψυχής του) επηρέασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του προσωπικού τρόπου έκφρασης του Δημητριάδη.
Η μαγεία της προσωπικότητάς του
Είχα την ευκαιρία να συναναστραφώ τον ίδιο στη Μόσχα και την Αθήνα για περισσότερο από 10 χρόνια (από το 1987) αλλά και μεγάλους καλλιτέχνες που γνωρίζουν προσωπικά, έχουν συνεργαστεί ή είναι θαυμαστές της τέχνης του «πατριάρχη» Δημητριάδη. Όλοι μιλούν για τη γενναιόδωρη, υπερήφανη, «ανατολίτικη» φύση, τον αυθορμητισμό, τη ρομαντική ψυχή του και ταυτόχρονα για τη σεμνότητα και το ήθος του που πηγάζουν από την αφομοίωση ενός μοναδικού κράματος τριών πολιτισμών, του ελληνικού, του γεωργιανού και του ρωσικού. Αυτά ακριβώς είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και την ερμηνεία του, πέρα από τα καθιερωμένα μουσικά πρότυπα, συχνά αντίθετα από την παράδοση, αλλά πάντοτε στην υπηρεσία του συνθέτη.
Όλοι όσοι όμως έχουν παρακολουθήσει ή συμμετάσχει σε συναυλίες και παραστάσεις υπό την διεύθυνσή του μιλούν πρωτίστως για μια μαγεία που πηγάζει από την έντονη προσωπικότητά του. Ένας δεσμός δημιουργείται από την αρχή ως το πέρας της ερμηνείας μεταξύ μαέστρου και ακροατών, ο οποίος όχι μόνο δεν επιτρέπει την απόσπαση της προσοχής αλλά οδηγεί σε μια κορύφωση συναισθημάτων των δεύτερων και δίνει αίσθηση μοναδικότητας των στιγμών, με αποτέλεσμα να αποτυπώνονται για πάντα στην ψυχή και στη μνήμη τους. Αυτή η μαγεία, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο του φαινομένου Δημητριάδη και ο λόγος για τον οποίο ο Ροστροπόβιτς τον χαρακτήρισε ως «τον τελευταίο των Μοϊκανών».
Ως δάσκαλος ο Δημητριάδης, στην τότε Σοβιετική Ένωση, ανέπτυξε «σχολή διεύθυνσης». Σε διάστημα 40 ετών διδασκαλίας στο Ωδείο της Τιφλίδας και της Μόσχας εκπαίδευσε περισσότερους από 40 μαέστρους. Στους μαθητές του συγκαταλέγονται πολλές προσωπικότητες, όπως ο μαέστρος Τζανσούγκ Καχίτζε, σήμερα επικεφαλής της Εθνικής Οπερας και Κρατικής Ορχήστρας της Τιφλίδας, ο οποίος έχει ακολουθήσει τη διαδρομή του δασκάλου του ως ένα βαθμό.
Οι βιντεοσκοπήσεις και ηχογραφήσεις έργων υπό τη διεύθυνσή του βρίσκονται διασκορπισμένες σε δυσπρόσιτα αρχεία κρατικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών σε πόλεις της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στην ΕΡΤ. Απαιτούνται συστηματική έρευνα για την ανεύρεση και η απόκτηση των δικαιωμάτων, και στη συνέχεια η αξιολόγησή τους μέσα στο έργο του Δημητριάδη. Η συγκέντρωση και έκδοση αυτού του υλικού θα κάλυπτε ένα σημαντικό κενό της ελληνικής ιστορίας της μουσικής, καθώς και της δραστηριότητας της ελληνικής ομογένειας στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Η Νίνα Καλούτσα υπήρξε υπεύθυνη ύλης, αρθρογράφος και μεταφράστρια από τα ρωσικά για το λεύκωμα και το cd Οδυσσέας Δημητριάδης, που εκδόθηκε το 2002 από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με αφορμή την ανακήρυξη του Δημητριάδη σε επίτιμο αρχιμουσικό της ΚΟΑ. Η ίδια κατέχει μεγάλο τμήμα του αρχείου Δημητριάδη με φωτογραφικό υλικό, επιστολές, προγράμματα και δημοσιεύσεις.
Φωτογραφίες: Γιάννης Βασταρδής για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.