Η φωνή, ως ζωτικό στοιχείο της ύπαρξης, εκφράζει και ορίζει την προσωπικότητα σε πολλές διαστάσεις. Εκτός από το περιεχόμενο που διατυπώνει, αποκαλύπτει την ψυχική διάθεση στην οποία έχει μόνιμα προσκολληθεί ο ομιλητής ή την παροδική διάθεση σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όμως, κάποιος χρειάζεται να είναι καλός ενεργητικός ακροατής για να μπορεί να αποκωδικοποιεί τις φωνές και τα λεγόμενα των άλλων.
Ενεργητικός είναι ο ακροατής που έχει την ικανότητα να ακούει προσεκτικά (να ακροάται δηλαδή), να αναλύει και να κατατάσσει αυτόματα αυτό που ακούει, αφομοιώνοντας τη χρήσιμη πληροφορία και απορρίπτοντας την άχρηστη. Και κατόπιν να απαντά με ακρίβεια, χωρίς προκατασκευασμένες φράσεις. Πρόκειται για δεξιότητα απαραίτητη για την ουσιαστική επικοινωνία, η οποία, ευτυχώς, μπορεί να καλλιεργηθεί.
Ας διευκρινίσω, όμως, τη διαφορά ανάμεσα στο «ακούω» και το «ακροώμαι». Ακούω σημαίνει ότι τα αυτιά μου λειτουργούν καλά και πιάνουν όλους τους ήχους του περιβάλλοντος. Δεν είμαι κουφός, δηλαδή. Ακροώμαι σημαίνει ότι τα αυτιά μου έχουν την ικανότητα να αναλύουν σε πραγματικό χρόνο αυτό που ακούν και έτσι έχω τη δυνατότητα να αντιδρώ αναλόγως. Συνήθως προχωρημένοι μαθητές μου διαπιστώνουν: “Όχι μόνο ανακάλυψα τη δική μου φωνή, αλλά πλέον “ακούω” διαφορετικά τους ανθρώπους. Από τον τόνο της φωνής και τα λόγια τους, αντιλαμβάνομαι περισσότερα πράγματα για τον τρόπο που σκέπτονται, το πώς αισθάνονται, καθώς και στοιχεία της προσωπικότητας τους”.
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει, όταν κάποιος δεν ακροάται καλά. Σε μία συζήτηση, ο συνομιλητής του έχει προχωρήσει στην πέμπτη φράση, ενώ αυτός έχει παραμείνει στην κατανόηση της δεύτερης ή της τρίτης. Κατόπιν, χωρίς να το θέλει φυσικά, η προσοχή του διασπάται, και σταματάει να παρακολουθεί τα λεγόμενα.
Όμως, γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν καλή ενεργητική ακρόαση; Παρόλο που θέλουν εντίμως να συνομιλήσουν και να συνδεθούν ουσιαστικά με τον συνομιλητή τους;
Οι λόγοι είναι αρκετοί. Ας δούμε κάποιους:
Η λειτουργία της ακοής είναι η πρώτη από τις αισθήσεις που σχηματίζεται στο έμβρυο κατά τον τέταρτο μήνα της κύησης και αυτό αρχίζει να ακούει τον πέμπτο μήνα.
Οτιδήποτε επιδρά αρνητικά στο περιβάλλον της μητέρας, έχει αντίκτυπο στο νευρικό σύστημα και στην ακουστική λειτουργία του αυριανού παιδιού.
Τονίζω εδώ, όχι με την έννοια της κώφωσης, ακούω ή δεν ακούω, αλλά με την ικανότητα ανάλυσης και επεξεργασίας των ήχων, της ακρόασης δηλαδή.
Το ηχητικό περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί, παίζει ιδιαίτερο ρόλο και στη διάρκεια των πρώτων ετών της ζωής του. Έρευνες έχουν αποδείξει ότι, όταν υπάρχουν καυγάδες στην οικογένεια, το παιδί κατεβάζει συναισθηματική ακουστική κουρτίνα, ως άμυνα. Δηλαδή, παύει να έχει καλή ενεργητική ακρόαση στις ηχητικές συχνότητες των φωνών που το τρομάζουν. Για να μην υποφέρει από αυτά που ακούει. Οι ήχοι δεν το διαπερνούν πια, δεν το πληγώνουν, παύει να τους αναλύει και ότι ακούει είναι μπαινάκης βγαινάκης(για να χρησιμοποιήσω μία παλαιότερη έκφραση). Ωστόσο, στην πορεία της ζωής υπάρχουν αρκετοί ακόμη λόγοι που κάποιος σταματά να ακροάται. Συναισθηματικοί, ορμονικοί, διάσπαση προσοχής λόγω multitasking, ασθένειες, υπερκόπωση…
ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ, ΠΩΣ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΕΙΣ ΤΟ ΝΟΥ ΣΟΥ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΤΡΕΧΕΙ ΣΕ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙΣ ΜΕΤΑ ΕΣΥ.
Ας δούμε όμως κάποιους τρόπους ώστε, εάν η ενεργητική σου ακρόαση δεν είναι ικανοποιητική και το γνωρίζεις, να μπορείς να ανταπεξέρχεσαι σε μία συζήτηση.
«Το να ακούς με προσοχή και πραγματικό ενδιαφέρον κάποιον, είναι από τις μεγαλύτερες φιλοφρονήσεις που μπορείς να του κάνεις» έχει πει ο Dale Carnegie, ο πρώτος και διασημότερος δάσκαλος δημόσιας ομιλίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.