Διανύουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα εποχή, που όλο και περισσότεροι άνθρωποι μιλούν δημόσια. Οι ομιλίες με κάθε αφορμή είναι πλέον κάτι το συνηθισμένο. Συνέδρια, fora, διαλέξεις, σεμινάρια, συνεντεύξεις, βίντεο κ.λπ. αποκτούν άλλο νόημα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Άνθρωποι όλων των επαγγελμάτων, ειδικοί και wannabe επιθυμούν να προβάλλουν τον εαυτό τους, θέλοντας να αναδείξουν συνήθως την εργασία τους και όχι μόνο.
Είναι στην καθημερινότητά μας λοιπόν να ακούμε πολλές και διαφορετικές ομιλίες. Υπάρχουν βεβαίως οι εξαιρετικές, όμως συχνότατα ακούμε αδιάφορες έως και κακές ομιλίες. Λίγοι συνειδητοποιούν ότι η δημόσια ομιλία είναι show με όλη τη σημασία της λέξης και ότι υπάρχουν τεχνικές που όποιος τις εφαρμόζει, μπορεί να μαγνητίζει το κοινό.
Ας δούμε λοιπόν κάποιες συνήθειες που καλό είναι να αποφεύγει ένας ομιλητής, που σέβεται τον εαυτό του και το ακροατήριό του.
Ακούμε συχνότατα ομιλίες που επαναλαμβάνουν «κοινούς τόπους». Ο ομιλητής ανεβαίνει στο βήμα για να ανέβει. Ή μεταφέρει ολόκληρα αποσπάσματα από βιβλία, άρθρα κ.λπ. που η πλειονότητα γνωρίζει. Είναι οι περιπτώσεις που το ακροατήριο κάνει υπομονή μέχρι να περάσει η ώρα.
Κύριοι ομιλητές! Όλοι μας έχουμε ίντερνετ και τηλεόραση και πληροφορούμαστε τα βασικά, τα οποία αναμασάτε κι εσείς! Η ομιλία σας χρειάζεται να έχει «κάτι». Αν όμως είναι να μεταφέρει μηνύματα που όλοι γνωρίζουμε, τουλάχιστον ας τα μεταφέρει με πρωτότυπο τρόπο. Διότι εντέλει το πώς τα λέει κάποιος, είναι πολύ πιο ουσιαστικό από το τι λέει.
«Μίλησε σε έναν άνθρωπο για τον εαυτό του και θα σε ακούει για ώρες», Benjamin Disraeli
Με άλλα λόγια το να μην προσαρμόζει ο ομιλητής το μήνυμά του στο εκάστοτε target group των ακροατών. Θα σας διηγηθώ μία ιστορία που έζησα σχετικά πρόσφατα: γνωστός ομιλητής με εμπειρία σε ανοιχτά σεμινάρια κλήθηκε να μιλήσει σε μία ξεχωριστή και πολύ κατατοπισμένη ομάδα ηγετών. Χωρίς να λάβει καθόλου υπόψη το επίπεδο και το backround της ομάδας και χωρίς να έχει μελετήσει τις ανάγκες της, ξεκίνησε να αναπαράγει παπαγαλία αυτά που λέει στα ανοιχτά σεμινάριά του, των οποίων το κοινό είναι ετερόκλητο και κατά μέσο όρο όχι τόσο υψηλού επιπέδου. Αποτέλεσμα; Η ομάδα βαρέθηκε σύντομα, επειδή άκουγε πράγματα, τα οποία γνώριζε ήδη και φυσικά η συνεργασία δεν είχε συνέχεια.
Χρειάζεται προσεκτική μελέτη του εκάστοτε κοινού και συχνά παίζει ρόλο ακόμη και η χρήση συγκεκριμένου λεξιλογίου, που να αγγίζει το κοινό, ώστε να μεταδοθούν τα μηνύματα στο μέγιστο δυνατό. Επίσης χρειάζεται προσεκτική ανάλυση του τι να μην αναφέρει ο ομιλητής, καθώς είναι πιθανό το κοινό να τα γνωρίζει ήδη ή να μην είναι η κατάλληλη στιγμή να ειπωθούν. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν έρευνα και προετοιμασία που συχνά σε εργατοώρες ξεπερνούν κατά πολύ το χρόνο της ομιλίας. Όμως τότε και μόνο τότε, η ομιλία αποτελεί απόσταγμα γνώσης και εμπειρίας και «χτυπά διάνα».
Τι γίνεται σ΄ αυτή την περίπτωση; Ο ομιλητής -ειδικά στην αρχή- μπορεί να «ψάχνει» τα λόγια του ή να κομπιάζει με τα γνωστά «εεεε» ή να λέει περιττά πράγματα ή να επαναλαμβάνεται ή και όλα μαζί, με αποτέλεσμα να χάσει το πολύτιμο πρώτο τέταρτο της ώρας (τουλάχιστον) μέχρι να ζεσταθεί και να «βρει τον βηματισμό του». Αν η ομιλία είναι προγραμματισμένη να διαρκέσει μισή ώρα, τότε έχει χάσει το παιχνίδι. Αν διαρκεί περισσότερο, τότε ίσως να έχει τον χρόνο να ανατρέψει τις εντυπώσεις. Ίσως.
Δηλαδή, ο ομιλητής λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, όμως οι κινήσεις των χεριών, το βλέμμα, η στάση του σώματος, ο βηματισμός κ.λπ. να μην έχουν αυτόν τον απαραίτητο εσωτερικό ρυθμό, ο οποίος συνδέει το σώμα με τον τόνο της φωνής και δίνει ένα όμορφο και αρμονικό αποτέλεσμα. Και φυσικά μεγιστοποιεί την πρόσληψη του μηνύματος από το ακροατήριο.
Τότε, στον τόνο της φωνής συνηχούν όλες οι έγνοιες του ομιλούντα και αυτή ηχεί μονότονη, άχρωμη και χωρίς κυματισμό. Ο ακροατής αγωνίζεται να καταλάβει ποια είναι τα κύρια σημεία της ομιλίας και φυσικά προσπερνά πολλά από αυτά. Μπορεί ο ομιλητής να λέει πολύ όμορφα πράγματα, όμως να μην εμπνέει και να μην πείθει κανέναν λόγω «άδειας μπαταρίας». Το κοινό χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του. Πολλοί από τους πολιτικούς μας μιλούν με χαμηλή ενέργεια σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πολίτες να αναρωτιούνται, αν πιστεύουν οι ομιλητές αυτά που λένε.
Στην περίπτωση αυτή, ο ομιλητής ακούγεται σαν πολυβόλο που δεν σταματά μέχρι να ολοκληρώσει τον στόχο του, δηλαδή να τα πει όλα μεμιάς. Μπορεί λοιπόν να «τα λέει» υπέροχα με ωραία φωνή και γλώσσα σώματος, όμως η μη χρήση παύσεων αφαιρεί από το ακροατήριο την δυνατότητα επεξεργασίας και αφομοίωσης της πληροφορίας. Ο σύμβουλος επικοινωνίας Preston Ni αναφέρει ένα πείραμα, που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ, για την εύρεση της σωστής ταχύτητας ενός ομιλητή, ώστε να είναι επιτυχημένη η ομιλία του. Σε αυτό έλαβαν μέρος 1.380 telemarketers: το συμπέρασμα ήταν ότι η ιδανική ταχύτητα ομιλίας είναι 3,5 λέξεις το δευτερόλεπτο, με χρήση παύσεων φυσικά. Με αυτήν την ταχύτητα, ο ακροατής αντιλαμβάνεται στο μέγιστο το μήνυμα του ομιλητή και νιώθει ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της ομιλίας. Ενώ αντιθέτως, η χωρίς παύσεις ομιλία αφήνει αναπάντητα ερωτήματα και κενά και εντέλει κάποιες φορές μία αίσθηση έλλειψης σεβασμού στον ακροατή.
«Και η εξαιρετικότητα είναι μία συνήθεια», διδάσκει ο Αριστοτέλης και αυτό είναι το καλό νέο:
Πράγματι, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να σπάσει κάποιος μία συνήθεια, όταν αντιληφθεί ότι δεν τον εξυπηρετεί πια. Το βλέπουμε καθημερινά σε ανθρώπους, οι οποίοι έχουν επιλέξει να βελτιώνονται και κατ΄ επέκταση να καλυτερεύουν τη ζωή τους. Απλά, μένει να ανακαλύψει κάποιος ποια είναι η καλύτερη μέθοδος μεταμόρφωσης της δημόσιας ομιλίας και να την ακολουθήσει.
Καλή επιτυχία!
Άλλα άρθρα της Νίνας Καλούτσα:
6+1 χαρακτηριστικά ενός ομιλητή που μαγνητίζει
Πώς να ξεπεράσετε τον φόβο της ομιλίας εμπρός σε κοινό
5 απλά βήματα για τη βελτίωση της φωνής
Βίντεο 3΄: Νίνα Καλούτσα. 3 Μυστικά για άριστη πρώτη εντύπωση σε επαγγελματική συνάντηση
Βίντεο 1′: Τι θα μάθω στο σεμινάριο «Μεταμορφώστε τη Φωνή & Δημόσια Ομιλία σας»
Η ειδικός Φωνής Νίνα Καλούτσα πραγματοποιεί το σεμινάριο (διά ζώσης & μέσω live streaming «SPEAK & Thrive». Το πρόγραμμα απευθύνεται σε όσους επιθυμούν να βελτιώσουν την επικοινωνία, διαπραγματευτική και ηγετική ικανότητά τους στο επαγγελματικό και σε προσωπικό περιβάλλον μέσα από την ανάπτυξη βαθιάς και γεμάτης αυτοπεποίθησης φωνής και ομιλίας.
Πληροφορίες – Εγγραφές για το επόμενο σεμινάριο ΕΔΩ